-
1 φυγάδες
φυγάςone who flees: masc /fem nom /voc pl -
2 φυγαδικός
φυγαδικός, den φυγάς, den Flüchtling od. Verbannten betreffend, ihm eigen, geziemend; Thuc. 6, 92; τὸ φυγαδικόν, = οἱ φυγάδες, D. Hal. 6, 63; auch οἱ φυγαδικοί, Pol. 23, 10, 6. – Adv., φυγαδικῶς ζῆν Plut. Timol. 24.
-
3 φυγή
φυγή, ἡ, die Flucht; Od. 10, 117. 22, 306; Aesch. Pers. 462. 473 u. öfter, wie Soph., auch im plur., τόσων δ' ἀμηχάνων φυγὰς ξυμπέφρασται Ant. 360, d. i. Heilmittel; αἱ φυγαί auch Ar. Eccl. 243; in Prosa; φυγῇ φεύγειν Plat. Conv. 195 b, u. öfter; auch im plur., Valck. Eur. Hipp. 1043. – Bes. Landesverweisung, Verbannung, νῦν μὲν δικάζεις ἐκ πόλεως φυγὴν ἐμοί Aesch. Ag. 1386; δημήλατος Suppl. 609; ἐμοὶ ζητῶν ὄλεϑρον ἢ φυγὴν ἐκ τῆςδε γῆς Soph. O. R. 659; φυγῇ ζημιοῠν Eur. Or. 898, u. öfter; φυγὴν ἑωυτῷ ἐπιβαλὼν ἐκ Λακεδαίμονος, sich selbst Verbannung aus Lacedämon auflegend, Her. 8, 3; φυγὴν καταγιγνώσκειν τινός Andoc. 1, 106; Lys. 14, 38; φυγὴν φεύγειν, landflüchtig sein, in der Verbannung leben, Plat. apol. 21 a; φυγαῖς ἐζημιωμένος Isocr. 4, 116; ϑάνατον ἢ φυγὴν τῇ τιμωρίᾳ τὸ τέλος ἐπιτιϑείς Plat. Legg. V, 735 e, u. sonst. – Auch = οἱ φυγάδες, die Landesverwiesenen, Verbannten, κατάγειν τὴν φυγήν Xen. Hell. 5, 2,9; vgl. Thuc. 8, 64; Aesch. 2, 143; κατάγειν τὰς φυγάς Plut. Flamin. 12; auch bei Plat. Legg. III, 682 e ist τὰς τότε φυγάς bessere Lesart als τοὺς τότε φυγάδας. – Adjectivisch = φυγάς erklärt man es Eur. Or. 1468 El. 216, φυγῇ ποδὶ ἴχνος ἔφερεν, φυγῇ ἐξαλύξωμεν ποδί, richtiger aber werden die beiden dat. unabhängig von einander genommen, in der Flucht, fliehend mit dem Fuße.
-
4 κάτ-ειμι
κάτ-ειμι (s. εἶμι), 1) hinuntergehen, herabkommen; Ἴδηϑεν κατιοῠσα Il. 4, 475; ποταμόνδε κατήϊεν Od. 10, 159; in die Unterwelt, κατάμεν δόμον Ἄϊδος Il. 14, 457 (wie Soph. Ant. 896 Eur. Alc. 74; κατιόντας εἰς Ἅιδου Plat. Ax. 371 a); von einem Flusse, hinabfließen, πεδίονδε κάτεισιν 11, 492; von einem Schiffe, aus der hohen See der Küste zu fahren, ἐς λιμένα Od. 16, 472; hinkommen, εἰς πόλεις Plat. Prot. 316 c. – Vom Sturme, herabfahren, ἀνέμου δὲ κατιόντος μεγάλου Thuc. 2, 25; ὡς τὸ πνεῦμα κατῄει 2, 84; ἀνέμου κατιόντος ἐν πελάγει Plut. Pericl. 33; komisch ἅμα ταῖς πολιαῖς κατιούσαις Ar. Equ. 519; ὀνείδεα κατιόντα ἀνϑρώπῳ φιλέει ἐπανάγειν τὸν ϑυμόν Her. 7, 160. – 2) zurückkommen, Od. 13, 267; von dem Verbannten, in sein Vaterland zurückkehren; φυγὰς κάτεισιν Aesch. Ag. 1256; Her. 3, 45. 9, 26; κατιὼν οἴκαδε Plat. Ep. VII, 607 d; Polit. 273 e; οἱ φυγάδες κατῄεσαν Xen. Hell. 2, 2, 14; absol., Isocr. 4, 116 u. Sp.
-
5 αγωγιμος
21) могущий быть перевезенным, поддающийся перевозкеτρισσῶν ἁμαξῶν ὡς ἀγώγιμον βάρος Eur. — тяжесть, для перевозки которой нужно три подводы;
τὸ σιδηροῦν (νόμισμα) ἀγώγιμον οὐκ ἦν πρὸς τοὺς ἄλλους Ἕλληνας Plut. — железная монета (Ликурга) не могла вывозиться в другие греческие государства, т.е. не имела там хождения2) юр. подлежащий задержанию и выдаче(φυγάδες Xen.; φεύγοντες Plut.)
3) податливый, склонный(πρὸς ἡδονάς Plut.)
ἀ. τοῖς δεομένοις Plut. — уступчивый по отношению к просителям -
6 απαρηγορητος
21) непобедимый, неукротимый(ἔρως ἀρχῆς Plut.)
2) неутешный, не слушающий уговоров(φυγάδες Plut.)
3) неумолимый, злобный(κυνάρια Plut.)
-
7 εξεδρος
21) находящийся вне дома, отсутствующий(φυγάδες ἔξεδροι χθονός Eur.)
ἔ. γενόμενος ἐκ τῶν οἰκείων τόπων Arst. — покинувший свои обычные места;ἔ. φρενῶν Eur. — безумный;ἔξεδρον χώραν ἔχων ὄρνις Arph. — нездешняя птица, предполож. зловещая2) необычный, небывалый(ἔ. τῆς μοχθηρίας ὑπερβολή Arst.)
-
8 κατειμι
[εἶμι] (inf. κατιέναι, эп. 3 л. sing. aor. med. καταείσατο)1) сходить, спускаться(Ἴδηθεν, ποταμόνδε, δόμον Ἄϊδος εἴσω и Ἄϊδόσδε Hom.; εἰς Ἅιδου δόμους Eur.)
2) приплывать, прибывать, причаливать(ἐς λιμένα ἡμέτερον Hom.)
3) падать, обрушиватьсяὡς δ΄ ὁπότε ποταμὸς πεδίονδε κάτεισιν χειμάρρους κατ΄ ὄρεσφιν Hom. — словно река, стремительно свергающаяся с гор;
ἀνέμου κατιόντος μεγάλου Thuc. — так как подул сильный ветер;ὀνείδεα κατιόντα τινί Her. — сыплющиеся на кого-л. оскорбления4) приходить назад, возвращаться(ἀγρόθεν, εἰς ἄστυ Hom.; ἐκ τῶν Μήδων Her.)
οἱ φυγάδες κατῄεσαν Xen. — изгнанники вернулись -
9 φυγαδικός
A of or for an exile, φ. προθυμία the reckless zeal of a refugee, Th.6.92;φ. ἐλπίδες Plu.Pel.8
;φ. νῆσος Id.2.603b
;φ. οἰκίαι IG12(9).196.24
(Eretria, iv B. C.); οἱ φυγαδικοί, = οἱ φυγάδες, Plb.22.10.6;τὸ φ. D.H.6.63
, D.S.14.32. Adv.-κῶς, ζῶντας Plu.Tim.24
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φυγαδικός
-
10 φυγή
A flight in battle,ἀΐξαντε φυγῇ Od.10.117
;οὐδέ τις ἀλκὴ.. οὐδὲ φ. 22.306
;ἐς φ. ἐτράποντο Hdt.8.89
; ἐς φ. ὁρμᾶσθαι, ὁρμᾶν, E.Rh. 143, X.Cyr.4.2.28; φυγὴν αἱρεῖσθαι, ἀρεῖσθαι, A.Pers. 481 (sed leg. αἴρονται), E.Rh.54;ἰσχυρὰν τὴν φ. τοῖς πολεμίοις.. ἐποίει X.Cyr.1.4.22
; ἰσχυρὰ φ. ἐγένετο ib.7.1.26; generally, flight, Ev. Matt.24.20; φ. ἑλέσθαι take to flight, PGnom.102 (ii A. D.): dat. φυγῇ, used adverbially, in hasty flight,φυγᾷ πόδα νωμᾶν S.OT 468
(lyr.);φυγᾷ ποδὶ ἴχνος ἔφερε E.Or. 1468
(lyr.);φ. ἐξαλύξωμεν ποδί Id.El. 218
, cf. Ba. 437, Hec. 1066 (lyr.); φεύγειν φ., φ. ἀναχωρεῖν, Pl. Smp. 195b, 221a;φ. φευκτέον Luc.Ind.16
: pl., ἐν ταῖς φυγαῖς, of the flight of the country people of Attica into the city, in the Pelop. war, Ar.Ec. 243;φεύγουσί τινας οὐκ αἰσχρὰς φ. Pl.Lg. 706c
.2 flight or escape from a thing, avoidance of it, c. gen., (lyr.); (lyr.), cf. OC 280;λέκτρων φυγαί E.Hel. 799
;ἀγαθῶν φυγάς Pl.Ti. 69d
;τῶν σιτίων Gal.15.180
; opp. αἵρεσις, Epicur.Ep.3p.62U., al., cf. S.E.P. 1.87;τὰς ὀρθὰς αἱρέσεις καὶ φ. Phld.Herc.1251.11
; opp. δίωξις, Epicur.Sent.25.3 place of refuge, D.S.17.78.II banishment, exile, , cf. Ch. 254; , etc.;ἐνιαυσία ἔκδημος φ. E.Hipp.37
;τῆς φυγῆς ἧς αὐτοὶ ἔφυγον Lys.13.74
; συμφυγεῖν τὴν φ. ταύτην (sc. ὑμῖν ) to go into banishment with.. Pl.Ap. 21a; φυγὴν ἐπιβαλὼν ἑωυτῷ imposing banishment on oneself Hdt.7.3;φυγῇ ζημιοῦν E.Or. 900
, cf.IG12.39.7, Pl.Grg. 516d;φυγὴν καταγνῶναί τινος And.1.106
, Lys.14.38; φυγῆς τιμήσασθαι (sc. δίκην ) the penalty of exile, Pl.Ap. 37c, cf. Cri. 52c; ἐπὶ φόνῳ.. φ. Decr. ap. And.1.78 (dub.l.);τῆς πατρίδος φ. ποιήσασθαι Lys.3.42
; εὐθύνας.. εἶναι.. πλὴν φυγῆς καὶ θανάτου καὶ ἀτιμίας IGl.c. 73: pl., E.Hipp. 1043, Pl.Prt. 325b, etc.;φυγὰς ἐμὰς χθονός E.Med. 400
;φυγαὶ καὶ διώξεις Pl.Lg. 638a
.2 as a collect. Noun, = φυγάδες, body of exiles or refugees, A.Supp.74 (lyr.), Th.8.64, Aeschin.2.143; κατάγειν τὴν φυγήν to recall them, X.HG5.2.9; pl.,συλλέξαι τὰς φυγάς Pl.Lg. 682e
, cf. Plu.Flam.12. -
11 φυγή
φυγή, ἡ, die Flucht. Bes. Landesverweisung, Verbannung; φυγὴν ἑωυτῷ ἐπιβαλὼν ἐκ Λακεδαίμονος, sich selbst Verbannung aus Lacedämon auflegend; φυγὴν φεύγειν, landflüchtig sein, in der Verbannung leben. Auch = οἱ φυγάδες, die Landesverwiesenen, Verbannten; φυγῇ ποδὶ ἴχνος ἔφερεν, φυγῇ ἐξαλύξωμεν ποδί, in der Flucht, fliehend mit dem Fuße
См. также в других словарях:
φυγάδες — φυγάς one who flees masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… … Dictionary of Greek
φυγάς — ο / φυγάς, άδος, ΝΜΑ, και φυγάδας Ν, και φυγάς, ἡ, Α αυτός που έχει φύγει από την πατρίδα του είτε εκούσια ως δραπέτης ή επειδή διώκεται, είτε ακούσια ως εξόριστος (α. «πολιτικοί φυγάδες» β. «τοὺς μὲν ἀπέκτεινε, τοὺς δὲ φυγάδας ἐποίησε», Λυσ.) 2 … Dictionary of Greek
Μαρόκο — Κράτος της βορείου Αφρικής. Συνορεύει στα Δ με την Αλγερία και στα Ν με τη Δυτική Σαχάρα. Βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Δ από τον Ατλαντικό ωκεανό.Το Μ. έχει χερσαία σύνορα μήκους 2.017 χλμ. που τη χωρίζουν από την Αλγερία (1.559 … Dictionary of Greek
бѣгоунъ — БѢГОУН|Ъ (13), А с. 1.Действующее лицо по гл. бѣгати в 1 знач.: Диониса же вводѩ(т) б҃а быти. нощны˫а празникы творѩща. и оуч҃тлѩ суща пь˫аньству. ѡ(т)верзающа ближни(х) свои(х) жены. и бѣгающа и бѣсѩща(с)... бѣсенъ бѩше. и пь˫аница и бѣгунъ како … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Палазис, Димитрис — Димитрис Палазис греч. Δημήτρης Παλάζης … Википедия
Πανδέκτης — (digesta). Το κυριότερο τμήμα της ιουστινιάνειας κωδικοποίησης, του ρωμαϊκού δικαίου. Παλαιότερες νομικές συλλογές με τον τίτλο του «π.» είναι γνωστές, όπως του Λ. Ουλπ. Μαρκέλου (τριανταένα βιβλία πανδεκτών) που έζησε την εποχή της αυτοκρατορίας … Dictionary of Greek
Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας … Dictionary of Greek
έλυμος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Ένας από τους φυγάδες Τρώες, νόθος γιος του Αγχίση, γενάρχης του αρχαίου σικελικού λαού των Ελύμων και επώνυμος της σικελικής πόλης Έλυμα. Έφτασε στη Σικελία πριν από τον Αινεία, μαζί με τον Αιγέστη ή Άκεστο.… … Dictionary of Greek
θεοφανής — I (1ος αι. π.Χ.). Ιστορικός από τη Μυτιλήνη. Παρακολούθησε τις εκστρατείες του Πομπήιου και τις περιέγραψε, συγκρίνοντάς τις με εκείνες του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Αυτό κολάκευσε τον Πομπήιο, που τον αναγόρευσε, το 61 π.Χ., Ρωμαίο πολίτη. Στον… … Dictionary of Greek
κέφαλος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Ερμή ή του Πανδιόνα και της Έρσης (κόρης του Κέκροπα) ή της Κρέουσας, επώνυμος του δήμου Κεφαλής και του αττικού γένους των Κεφαλιδών. Σύμφωνα με τη μυθολογία, ερωτεύτηκε την Πρόκριδα, την παντρεύτηκε και ζούσε … Dictionary of Greek